- ἐναρίζων
- ἐναρίζωstrip a slain foe of his armspres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εναρίζω — ἐναρίζω (Α) 1. αφαιρώ τα όπλα τού εχθρού που σκοτώθηκε, σκυλεύω 2. σκοτώνω στη μάχη, θανατώνω, σφάζω («ὡσεὶ ζωοὺς ἐναρίζων», Ησίοδ.) 3. παθ. μτφ. χάνω, απογυμνώνομαι από κάτι («αἰόλα νὺξ ἐναριζομένα» νύχτα που γυμνώνεσαι από τον έναστρο κόσμο σου … Dictionary of Greek